Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κλειστή

См. также в других словарях:

  • κλειστῇ — κλειστός that can be shut fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστή — κλειστός that can be shut fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προποντίδα — Κλειστή θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, που μοιάζει με λίμνη. Έχει επιφάνεια 12.000 τ. χλμ. και με δυο μεγάλους πορθμούς τον Βόσπορο και τον Ελλήσποντο, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο πέλαγος,… …   Dictionary of Greek

  • κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • περιφέρεια — Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος. * * * η, ΝΜΑ [περιφερής] 1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»